- προσκατακτωμένους
- προσκατακτάομαιacquire besidespres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκατακτώμαι — άομαι, Α 1. κατακτώ, κυριεύω επί πλέον («προσκατακτωμένους πολλὴν τῆς ὁμόρου χώρας», Διόδ.) 2. παραγγέλω κατασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατακτῶμαι «καταλαμβάνω»] … Dictionary of Greek